καλλίουλος

καλλίουλος
καλλίουλος, ὁ (Α)
ύμνος προς τιμήν τής Δήμητρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + ἴουλος με τη σημ. «ύμνος προς τιμήν τής Δήμητρος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλλίουλοι — καλλίουλος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”